fuck

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fuck < μέση αγγλική *fukken < πρωτογερμανική *fukkōną (πνέω, φυσώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pewǵ- (χτυπώ, πλήττω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fʌk/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fuck fucks

fuck (en)

ενεστώτας fuck
γ΄ ενικό ενεστώτα fucks
αόριστος fucked
παθητική μετοχή fucked
ενεργητική μετοχή fucking

fuck (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]