hétérogène

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.te.ʁɔ.ʒɛn/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hétérogène hétérogènes

hétérogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό