idiot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
idiot idiots

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
idiot < μέση αγγλική idiote < λατινική idiota < αρχαία ελληνική ἰδιώτης < αρχαία ελληνική ἴδιος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

idiot (en)

  1. ο χαζός άνθρωπος, ο ηλίθιος, ο χαζός, ο βλάκας, ο ανεγκέφαλος, ο παλαβός (με την έννοια χαζός)
  2. (παρωχημένο) ιδιώτης, κάποιος με σοβαρή διανοητική καθυστέρηση



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
idiot < λατινική idiota < ἰδιώτης

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

idiot (fr)

Επίθετο

[επεξεργασία]

idiot (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]