inaczej

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

inaczej (pl)

  1. διαφορετικά, αλλιώς
    myślimy o tym zupełnie inaczej - σκεφτόμαστε γι αυτό τελείως διαφορετικά
    weź się wreszcie do roboty, bo inaczej nigdy tego nie skończysz - στρώσου επιτέλους στη δουλειά γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να το τελειώσεις ποτέ

Συγγενικά

[επεξεργασία]