ivoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ivoire | ivoires |
ivoire (fr) αρσενικό
- η ουσία από την οποία είναι φτιαγμένο το ελεφαντόδοντο
- κάθε καλλιτέχνημα από ελεφαντόδοντο
- η ουσία από την οποία είναι φτιαγμένα τα δόντια ορισμένων άλλων ζώων (ρινόκερος...)
- (ανατομία) το σκληρό μέρος των δοντιών
Επίθετο
[επεξεργασία]ivoire (fr)
- το χρώμα του ελεφαντόδοντου