jab

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jab <

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dʒæb/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jab jabs

jab (en)

  1. ένα γρήγορο χτύπημα
  2. (στο μποξ) γρήγορη ευθεία γροθιά
  3. ένεση
  4. (ΗΠΑ) φραστική ενόχληση
ενεστώτας jab
γ΄ ενικό ενεστώτα jabs
αόριστος jabbed
παθητική μετοχή jabbed
ενεργητική μετοχή jabbing

jab (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) βγάζω, σπρώχνω ένα μυτερό αντικείμενο σε κάποιον ή κάτι, ή προς την κατεύθυνση κάποιου ή κάτι, με μια ξαφνική έντονη κίνηση
    ⮡  She almost jabbed my eye out with her umbrella.
    Παραλίγο να μου βγάλει το μάτι με την ομπρέλα της.