jet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jet (en)

  1. τζετ, αεριωθούμενο, αεροπλάνο με τουρμπίνες
  2. πίδακας υγρού ή αερίου
  3. γαγάτης

jet (en)

  1. ταξιδεύω με αεροπλάνο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jet (fr) αρσενικό

  1. o πίδακας, το ρίξιμο, η ρίψη, το πέταγμα
  2. το τζετ