krowa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krowa | krowy |
γενική | krowy | krów |
δοτική | krowie | krowom |
αιτιατική | krowę | krowy |
οργανική | krową | krowami |
τοπική | krowie | krowach |
κλητική | krowo | krowy |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]krowa (pl) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η αγελάδα