leash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
leash | leashes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]leash (en)
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) το λουρί, με το οποίο κρατάμε δεμένο ένα ζώο, πχ ένα σκυλι
- ↪ Keep your dog on the leash in these streets.
- Κράτα το σκυλί σου από το λουρί σ' αυτούς τους δρόμους.
- ≈ συνώνυμα: lead (βρετανικά αγγλικά)
- ↪ Keep your dog on the leash in these streets.