light

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός light
συγκριτικός lighter
υπερθετικός lightest

light (en)

  1. ανοιχτός, για χρώματα
    ⮡  light green - ανοιχτό πράσινο
    ⮡  light blue - γαλάζιος
     αντώνυμα: dark
  2. φωτεινός, που είναι γεμάτος φως
    ⮡  a light room - φωτεινό δωμάτιο
    ⮡  It started getting light.
    Άρχισε να φωτίζει.
  3. ελαφρύς, που έχει μικρό βάρος και γι΄ αυτό εύκολα τον μετατοπίζουν ή τον σηκώνουν
    ⮡  light luggage - ελαφρές αποσκευές
    ⮡  We prefer the paper ones because they are lighter.
    Προτιμάμε τα χάρτινα γιατί είναι ελαφρύτερα.
     αντώνυμα: heavy
  4. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) ελαφρύς, ανάλαφρος, λεπτός ή λιγότερος από το συνηθισμένο βάρος
    ⮡  a light summer suit - ελαφρύ καλοκαιρινό κουστούμι
    ⮡  a light blanket - ελαφριά κουβέρτα
    ⮡  a fast, light car - γρήγορο, ελαφρύ αυτοκίνητο
    ⮡  She was wearing a light shawl.
    Φορούσε μια ανάλαφρη εσάρπα.
     αντώνυμα: heavy
  5. χρησιμοποιείται με μονάδα βάρους για να πει ότι κάτι ζυγίζει λιγότερο από ό,τι θα έπρεπε
    ⮡  This sack of potatoes is five kilos light.
    Αυτό το σακί πατάτες είναι πέντε κιλά λιγότερο από το κανονικό.
  6. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) ελαφρύς, ανάλαφρος, απαλός και χωρίς βάρος· που δεν χρησιμοποιεί πολλή δύναμη
    ⮡  a light touch/step - ελαφρύ άγγιγμα/βήμα
    ⮡  A light breeze blew.
    Φύσηξε ένα ελαφρύ/ανάλαφρο/απαλό αεράκι.
    ⮡  Her gait is elegant and light.
    Το βάδισμά της είναι κομψό κι ανάλαφρο.
     συνώνυμα: gentle
  7. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) ελαφρύς, που δεν προκαλεί ιδιαίτερη κούραση
    ⮡  light work - ελαφριές δουλειές
    ⮡  light effort - ελαφριά προσπάθεια
  8. ελαφρύς, που δεν είναι μεγάλο σε ποσότητα, βαθμό κτλ.
    ⮡  a light fragrance - ελαφρύ άρωμα
    ⮡  They gave him light anesthesia.
    Του χορήγησαν ελαφριά νάρκωση.
    ⮡  light rain - ψιλή βροχή
    ⮡  light traffic - αραιή κυκλοφορία
  9. ελαφρύς, που είναι διασκεδαστικός παρά σοβαρός και δεν χρειάζεται πολλή πνευματική προσπάθεια
    ⮡  a light comedy - ελαφρά κωμωδία
    ⮡  light reading - ελαφρύ διάβασμα
    ⮡  Give him something lighter to read; he won’t understand this.
    Δώσ΄ του κάτι πιο ελαφρύ να διαβάσει· αυτό δε θα το καταλάβει.
  10. ελαφρύς, όχι σοβαρός
    ⮡  a light cold - ελαφρύ κρυολόγημα
  11. ελαφρύς, όχι αυστηρός
    ⮡  a light punishment - ελαφρά τιμωρία
  12. ελαφρύς, για ένα γεύμα που είναι μικρό σε ποσότητα
    ⮡  a light dinner - ελαφρό δείπνο
  13. ελαφρύς, που δεν περιέχει πολύ λίπος, ζάχαρη ή άλλα βαριά συστατικά και έτσι είναι ευκολοχώνευτος
    ⮡  light milk - γάλα ελαφρύ
    ⮡  light foods - ελαφριά φαγητά
  14. ελαφρύς, μικρή περιεκτικότητα σε αλκοόλ
    ⮡  light wine - ελαφρύ κρασί
  15. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ελαφρύς, για στρατιώτες που φέρουν μόνο ελαφρύ οπλισμό
    ⮡  light cavalry/infantry - ελαφρό ιππικό/πεζικό
  16. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ελαφρύς, που ξυπνάει εύκολα
    ⮡  He hears everything because he is a light sleeper.
    Ακούει τα πάντα γιατί έχει ελαφρύ ύπνο.

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός light
συγκριτικός lighter
υπερθετικός lightest

light (en)

  1. ελαφρά, που ξυπνάει εύκολα
    ⮡  I sleep light.
    Κοιμάμαι ελαφρά.
  2. χωρίς ή με λίγες αποσκευές
    ⮡  I travel light.
    Ταξιδεύω χωρίς αποσκευές.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
light lights

light (en)

  1. (φυσική) το φως, ακτινοβολία που εκπέμπει ένα σώμα στο ορατό φάσμα και που διακρίνεται με τον οφθαλμό
    ⮡  sunlight - φως του ήλιου
  2. το φως, το φωτιστικό, η σκευή φωτισμού
    ⮡  I read by the light of a candle.
    Διαβάζω με το φως ενός κεριού.
     συνώνυμα: lighting
  3. (μεταφορικά) το φως (πληροφόρηση, γνώση)
    ⮡  Could you shed some light on the issue?
    Μπορείς να ρίξεις λίγο φως στο θέμα;
  4. το φως (δημοσιότητα)
    ⮡  Today, the content of the controversial letter came to light.
    Βγήκε στο φως σήμερα το περιεχόμενο της επίμαχης επιστολής.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας light
γ΄ ενικό ενεστώτα lights
αόριστος lit, lighted
παθητική μετοχή lit, lighted
ενεργητική μετοχή lighting

light (en)

  1. (μεταβατικό) ανάβω, βάζω φωτιά σε υλικά που καίγονται
    ⮡  I lit the fire.
    Άναψα τη φωτιά.
  2. (αμετάβατο) ανάβω, που αρχίζει να καίγεται
    ⮡  The wood is wet and won’t light.
    Τα ξύλα είναι υγρά και δεν ανάβουν.
  3. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) φωτίζω, ρίχνω φως σε κάτι
    ⮡  Our streets are lit by electricity.
    Οι δρόμοι μας φωτίζονται με ηλεκτρισμό.
    ⮡  The moon lit the night brightly.
    Το φεγγάρι φώτιζε φωτεινά τη νύχτα.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]