lodge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lodge | lodges |
lodge (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | lodge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lodges |
αόριστος | lodged |
παθητική μετοχή | lodged |
ενεργητική μετοχή | lodging |
lodge (en)
- (μεταβατικό, επίσημο) υποβάλλω, κάνω επίσημη δήλωση για κάτι σε δημόσιο οργανισμό ή αρχή
- ⮡ He lodged a claim for damages.
- Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
- ⮡ She lodged an appeal to a higher court.
- Έκανε έφεση σε ανώτερο δικαστήριο.
- ⮡ He lodged a claim for damages.
- (μεταβατικό) στεγάζω, παρέχω σε κάποιον ένα μέρος για να κοιμηθεί ή να ζήσει