lustre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lustre | lustres |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lustre (fr) αρσενικό
- ο πολυέλαιος (το φωτιστικό)
ενικός | πληθυντικός |
lustre | lustres |
lustre (fr) αρσενικό