nötig

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

nötig (de)

er hat es nötig - το χρειάζεται
es ist nötig - είναι αναγκαίο