nanti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nanti nantis
θηλυκό nantie nanties

nanti (fr)

και

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nanti nantis

nanti (fr)

  1. που είναι καλά εξοπλισμένος, εφοδιασμένος
     αντώνυμα: démuni, privé
  2. (ειδικότερα) πλούσιος
     συνώνυμα: abondant, aisé, fastueux, florissant, fortuné, luxueux, opulent, possédant, prospère, riche, somptueux
     αντώνυμα: démuni, pauvre, privé

Συγγενικά

[επεξεργασία]