pantomime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pantomime (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pantomime (en)

  1. η παντομίμα

pantomime (en)

  1. κάνω παντομίμα, εκφράζω κάτι χωρίς λόγια ή κάνω παράσταση χρησιμοποιώντας αυτή την τέχνη