pantomime
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pantomime (fr) θηλυκό
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pantomime (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]pantomime (en)
- κάνω παντομίμα, εκφράζω κάτι χωρίς λόγια ή κάνω παράσταση χρησιμοποιώντας αυτή την τέχνη