percept
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]percept < (άμεσο δάνειο) λατινική perceptum < perceptus < percipere
percept < (άμεσο δάνειο) λατινική perceptum < perceptus < percipere