perfect tense

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
perfect tense perfect tenses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
perfect tense < → δείτε τις λέξεις perfect και tense
Οι αγγλικοί χρόνοι ρημάτων που αποτελούν τα perfect tenses:

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

perfect tense (en)

  1. (γραμματική) οι χρόνοι ρήματος στα αγγλικά που δηλώσουν μια πράξη ολοκληρώθηκε στο παρελθόν, έχει ολοκληρωθεί στο παρόν, ή θα ολοκληρωθεί στο μέλλον

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]