perfect tense
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
perfect tense | perfect tenses |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Οι αγγλικοί χρόνοι ρημάτων που αποτελούν τα perfect tenses: |
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]perfect tense (en)
- (γραμματική) οι χρόνοι ρήματος στα αγγλικά που δηλώσουν μια πράξη ολοκληρώθηκε στο παρελθόν, έχει ολοκληρωθεί στο παρόν, ή θα ολοκληρωθεί στο μέλλον
- (ειδικότερα) ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που δηλώσει μια πράξη έχει ολοκληρωθεί στο παρόν
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- perfect (grammar) στην αγγλική Βικιπαίδεια