privatif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό privatif privatifs
θηλυκό privative privatives

Επίθετο

[επεξεργασία]

privatif (fr)

  1. (νομικός όρος) αποκλειστικός
  2. (για χώρο) που ανήκει σε κάποιον αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάποιον άλλον
  3. (γραμματική) που εκφράζει την έλλειψη ενός χαρακτηριστικού