proclaim
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | proclaim |
γ΄ ενικό ενεστώτα | proclaims |
αόριστος | proclaimed |
παθητική μετοχή | proclaimed |
ενεργητική μετοχή | proclaiming |
Ρήμα
[επεξεργασία]proclaim (en)
- αναγορεύω, ανακηρύσσω
- ↪ he was proclaimed king - αναγορεύτηκε βασιλιάς