recruit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
recruit | recruits |
recruit (en)
- (στρατιωτικός όρος) ο νεοσύλλεκτος
- καινούριο απόθεμα για κάτι που εξαντλήθηκε
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | recruit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recruits |
αόριστος | recruited |
παθητική μετοχή | recruited |
ενεργητική μετοχή | recruiting |
recruit (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στρατολογώ, επιστρατεύω, προσλαμβάνω, βρίσκω νέα άτομα για να μπω σε εταιρεία, οργανισμό, στρατό κτλ.
- ⮡ The Turkish forcibly recruited their Christian subjects.
- Οι Τούρκοι στρατολογούσαν βίαια τους χριστιανούς υπηκόους τους.
- ⮡ The biggest names in film were recruited for the shooting of the movie.
- Για το γύρισμα της ταινίας επιστρατεύθηκαν τα μεγαλύτερα ονόματα του κινηματογράφου.
- ⮡ The ship owners recruited a new captain.
- Οι πλοιοκτήτες προσέλαβαν νέο καπετάνιο.
- ≈ συνώνυμα: enlist
- ⮡ The Turkish forcibly recruited their Christian subjects.
- ανανεώνω, αναζωογονώ με νέα αποθέματα