recruit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
recruit recruits

recruit (en)

  1. (στρατιωτικός όρος) ο νεοσύλλεκτος
  2. καινούριο απόθεμα για κάτι που εξαντλήθηκε
ενεστώτας recruit
γ΄ ενικό ενεστώτα recruits
αόριστος recruited
παθητική μετοχή recruited
ενεργητική μετοχή recruiting

recruit (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) στρατολογώ, επιστρατεύω, προσλαμβάνω, βρίσκω νέα άτομα για να μπω σε εταιρεία, οργανισμό, στρατό κτλ.
    ⮡  The Turkish forcibly recruited their Christian subjects.
    Οι Τούρκοι στρατολογούσαν βίαια τους χριστιανούς υπηκόους τους.
    ⮡  The biggest names in film were recruited for the shooting of the movie.
    Για το γύρισμα της ταινίας επιστρατεύθηκαν τα μεγαλύτερα ονόματα του κινηματογράφου.
    ⮡  The ship owners recruited a new captain.
    Οι πλοιοκτήτες προσέλαβαν νέο καπετάνιο.
     συνώνυμα:  enlist
  2. ανανεώνω, αναζωογονώ με νέα αποθέματα