sécurisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sécurisation < sécuriser

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /se.ky.ʁi.za.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sécurisation sécurisations

sécurisation (fr) θηλυκό

  1. η ασφάλιση
  2. η καθησύχαση

Συγγενικά

[επεξεργασία]