sack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sack | sacks |
sack (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sacks |
αόριστος | sacked |
παθητική μετοχή | sacked |
ενεργητική μετοχή | sacking |
sack (en)
- βάζω κάτι σε σάκους
- λεηλατώ
- (μεταβατικό) απολύω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του