sack

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sack sacks

sack (en)

  1. ο σάκος
  2. η λεηλασία
  3. η απόλυση
  4. (προφορικό, αμερικανική σημασία) το κρεβάτι
ενεστώτας sack
γ΄ ενικό ενεστώτα sacks
αόριστος sacked
παθητική μετοχή sacked
ενεργητική μετοχή sacking

sack (en)

  1. βάζω κάτι σε σάκους
  2. λεηλατώ
  3. (μεταβατικό) απολύω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του
    A third of the personnel was sacked due to economic reasons.
    Aπολύθηκε το ένα τρίτο του προσωπικού για λόγους οικονομίας.
    They sacked her from her job.
    Tην πέταξαν από τη δουλειά της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fire

Συγγενικά

[επεξεργασία]