seat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
seat | seats |
seat (en)
- το κάθισμα
- ⮡ They all tried to squeeze into the front seats.
- Προσπάθησαν όλοι να στριμωχτούν στα μπροστινά καθίσματα.
- ⮡ They all tried to squeeze into the front seats.
- έδρα στη Βουλή, σε ένα διοικητικό συμβούλιο κτλ.
- η έδρα ενός οργανισμού
- ο πάτος, το μέρος μιας καρέκλας στο οποίο κάθομαι
- ⮡ the seat of a chair - ο πάτος της καρέκλας
- ⮡ I put a new seat on a chair.
- Βάζω νέο πάτο σε μια καρέκλα.
- (επίσημο) ο πάτος, η έδρα, το μέρος του σώματος
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | seat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seats |
αόριστος | seated |
παθητική μετοχή | seated |
ενεργητική μετοχή | seating |
seat (en)
- (μεταβατικό, επίσημο) κάθομαι, δίνω σε κάποιον θέση να καθίσει ή κάθομαι σε ένα μέρος
- ⮡ Please, be seated!
- Παρακαλώ, καθήστε!
- ⮡ There is nowhere to be seated.
- Δεν έχει που να καθήσεις.
- ⮡ We were seated for hours and I am stiff.
- Καθήσαμε ώρες και πιάστηκα.
- ⮡ Please, be seated!
- (μεταβατικό) χωράω, παίρνω, έχω αρκετές θέσεις για συγκεκριμένο αριθμό ατόμων
- (μεταβατικό) εδρεύω, εδράζομαι
- ⮡ The Scottish Government is seated in Edinburgh.
- Η Σκωτική Κυβέρνηση εδρεύει στο Εδιμβούργο.
- ⮡ The Court of Appeals is seated in Patras.
- Το Εφετείο εδρεύει στην Πάτρα.
- ⮡ The Scottish Government is seated in Edinburgh.
Πηγές
[επεξεργασία]- seat (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- seat (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 260, 396-397, 643-644, 673. ISBN 9780194325684., λήμμα: εδρεύω, κάθομαι, παίρνω, πάτος