sheer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]sheer (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθαρός, χρησιμοποιείται για να τονίσει το μέγεθος, τον βαθμό ή την ποσότητα κάτι
Δείτε επίσης : shear |
sheer (en)