shorthand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]shorthand (en)
- στενογραφία
- συντομογραφία
- (μεταφορικά) σύντομος τρόπος έκφρασης-διατύπωσης ή αποτύπωσης ιδέας
shorthand (en)