simplifiable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- simplifiable < simplifier
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
simplifiable | simplifiables |
simplifiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να απλοποιηθεί