simplifiable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
simplifiable < simplifier

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
simplifiable simplifiables

simplifiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό