suffocate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας suffocate
γ΄ ενικό ενεστώτα suffocates
αόριστος suffocated
παθητική μετοχή suffocated
ενεργητική μετοχή suffocating

suffocate (en)