suggestive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]suggestive (en)
- που υπονοεί κάτι
- που έχει ένα (ερωτικό, σεξουαλικό) υπονοούμενο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
suggestive | suggestives |
suggestive (fr)