suit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: suite

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
suit suits

suit (en)

ενεστώτας suit
γ΄ ενικό ενεστώτα suits
αόριστος suited
παθητική μετοχή suited
ενεργητική μετοχή suiting

suit (en) (όχι στην παθητική φωνή, όχι στα continuous tenses)

  1. ικανοποιώ, εξυπηρετεί, βολεύει, που είναι βολικό ή χρήσιμο για κάποιον
    ⮡  The changes did not suit my plans.
    Οι αλλαγές δεν ικανοποιούσαν τα σχέδια μου.
    ⮡  It’s small but it will suit my needs.
    Είναι μικρό αλλά θα μ' εξυπηρετήσει.
    ⮡  The ten o’clock train suits me very well.
    Το τρένο των δέκα με βολεύει μια χαρά.
    ⮡  What time suits you?
    Τι ώρα σε βολεύει;
  2. ταιριάζω, πηγαίνω, ειδικά για ρούχα, χρώματα κτλ. που με κάνουν να φαίνομαι ελκυστική
    ⮡  He wore his best, as it suited the occasion.
    Φόρεσε τα καλά του, καθώς ταίριαζε στην περίπτωση.
    ⮡  This outfit suits you.
    Αυτό το ρούχο σου πηγαίνει.
    ⮡  What a nice haircut, it suits you well.
    Τι ωραίο κούρεμα, σου πηγαίνει πολύ.
  3. (μεταβατικό, ειδικά βρετανικά αγγλικά) ταιριάζει, αρμόζει, είναι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι
    ⮡  Such behavior doesn’t suit a student.
    Δεν ταιριάζει/αρμόζει τέτοια συμπεριφορά σε μαθητή.

Σύνθετα

[επεξεργασία]