suit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
suit | suits |
suit (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | suit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | suits |
αόριστος | suited |
παθητική μετοχή | suited |
ενεργητική μετοχή | suiting |
suit (en) (όχι στην παθητική φωνή, όχι στα continuous tenses)
- ικανοποιώ, εξυπηρετεί, βολεύει, που είναι βολικό ή χρήσιμο για κάποιον
- ⮡ The changes did not suit my plans.
- Οι αλλαγές δεν ικανοποιούσαν τα σχέδια μου.
- ⮡ It’s small but it will suit my needs.
- Είναι μικρό αλλά θα μ' εξυπηρετήσει.
- ⮡ The ten o’clock train suits me very well.
- Το τρένο των δέκα με βολεύει μια χαρά.
- ⮡ What time suits you?
- Τι ώρα σε βολεύει;
- ⮡ The changes did not suit my plans.
- ταιριάζω, πηγαίνω, ειδικά για ρούχα, χρώματα κτλ. που με κάνουν να φαίνομαι ελκυστική
- ⮡ He wore his best, as it suited the occasion.
- Φόρεσε τα καλά του, καθώς ταίριαζε στην περίπτωση.
- ⮡ This outfit suits you.
- Αυτό το ρούχο σου πηγαίνει.
- ⮡ What a nice haircut, it suits you well.
- Τι ωραίο κούρεμα, σου πηγαίνει πολύ.
- ⮡ He wore his best, as it suited the occasion.
- (μεταβατικό, ειδικά βρετανικά αγγλικά) ταιριάζει, αρμόζει, είναι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι
- ⮡ Such behavior doesn’t suit a student.
- Δεν ταιριάζει/αρμόζει τέτοια συμπεριφορά σε μαθητή.
- ⮡ Such behavior doesn’t suit a student.