trivial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | trivial |
συγκριτικός | more trivial |
υπερθετικός | most trivial |
Επίθετο
[επεξεργασία]trivial (en)
- ασήμαντος
- ↪ trivial damage - ασήμαντη ζημιά
- ↪ Don’t squabble over trivial things.
- Μην τσακώνεστε για μικροπράγματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη insignificant
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trivial | triviaux |
θηλυκό | triviale | triviales |
Επίθετο
[επεξεργασία]trivial (fr)