trust

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trust trusts

trust (en)

  1. η εμπιστοσύνη, η πίστη
  2. το τραστ
ενεστώτας trust
γ΄ ενικό ενεστώτα trusts
αόριστος trusted
παθητική μετοχή trusted
ενεργητική μετοχή trusting

trust (en)

  • εμπιστεύομαι, πιστεύω κάποιον
    ⮡  How can I trust you?
    Πώς μπορώ να σε εμπιστευτώ;
    ⮡  He promised them that he will do it but they didn’t trust him.
    Τους υποσχέθηκε ότι θα το κάνει αλλά δεν τον εμπιστεύτηκαν.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trust trusts

trust (fr) αρσενικό