weed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
weed | weeds |
weed (en)
- το ζιζάνιο, το αγριόχορτο
- ⮡ The garden was full of weeds.
- Ο κήπος γέμισε ζιζάνια.
- ⮡ a thick growth of weeds - μια πυκνή τούφα αγριόχορτα
- ⮡ Weeds are springing up everywhere.
- Ξεφυτρώνουν παντού χορτάρια.
- ⮡ The garden was full of weeds.
- (αργκό) η φούντα, το χόρτο, η μαριχουάνα
- ⮡ I smoke weed.
- Καπνίζω μαριχουάνα.
- ⮡ I smoke weed.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | weed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weeds |
αόριστος | weeded |
παθητική μετοχή | weeded |
ενεργητική μετοχή | weeding |
weed (en)
- ξεβοτανίζω, βοτανίζω, ξεριζώνω τα αγριόχορτα
- ⮡ They are weeding and turning up the fields.
- Ξεβοτανίζουν/Βοτανίζουν και σκαλίζουν τα χωράφια.
- ⮡ They are weeding and turning up the fields.