διαχειριστής
Greek
editEtymology
editδιαχειρ- (diacheir-, “to manage”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”); see δῐᾰ- (dia-, “dia-, through”) + χείρ (kheír, “hand”) for more on the first component. First attested 1856.
Noun
editδιαχειριστής • (diacheiristís) m (plural διαχειριστές, feminine διαχειρίστρια)
- administrator, director, operator, manager
- Ο διαχειριστής του λογαριασμού δύναται να απαιτεί να συνοδεύονται τα υποβαλλόμενα έγγραφα από επικυρωμένη μετάφραση.
- O diacheiristís tou logariasmoú dýnatai na apaiteí na synodévontai ta ypovallómena éngrafa apó epikyroméni metáfrasi.
- The administrator of the account may require that the documents submitted include a certified translation.
Declension
editDeclension of διαχειριστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαχειριστής • | διαχειριστές • |
genitive | διαχειριστή • | διαχειριστών • |
accusative | διαχειριστή • | διαχειριστές • |
vocative | διαχειριστή • | διαχειριστές • |
Related terms
edit- see: διαχειρίζομαι (diacheirízomai, “to manage”)