κανονικότητα
Greek
editEtymology
editLearnedly from κανονικός (kanonikós) + -ότητα (-ótita).[1]
Pronunciation
editNoun
editκανονικότητα • (kanonikótita) f (plural κανονικότητες)
Declension
editDeclension of κανονικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κανονικότητα • | κανονικότητες • |
genitive | κανονικότητας • | κανονικοτήτων • |
accusative | κανονικότητα • | κανονικότητες • |
vocative | κανονικότητα • | κανονικότητες • |
References
edit- ^ κανονικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language