συνηθισμένος
Greek
editEtymology
editPerfect participle of συνηθίζομαι (synithízomai), passive voice of συνηθίζω (“become accustomed”).
Pronunciation
editParticiple
editσυνηθισμένος • (synithisménos) m (feminine συνηθισμένη, neuter συνηθισμένο)
Declension
editDeclension of συνηθισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συνηθισμένος • | συνηθισμένη • | συνηθισμένο • | συνηθισμένοι • | συνηθισμένες • | συνηθισμένα • |
genitive | συνηθισμένου • | συνηθισμένης • | συνηθισμένου • | συνηθισμένων • | συνηθισμένων • | συνηθισμένων • |
accusative | συνηθισμένο • | συνηθισμένη • | συνηθισμένο • | συνηθισμένους • | συνηθισμένες • | συνηθισμένα • |
vocative | συνηθισμένε • | συνηθισμένη • | συνηθισμένο • | συνηθισμένοι • | συνηθισμένες • | συνηθισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνηθισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνηθισμένος, etc.) |
Synonyms
edit- (common, usual): συνήθης (syníthis)
- (accustomed): μαθημένος (mathiménos, “learnt, accustomed”, participle)
Antonyms
edit- (antonym(s) of “accustomed”): see antonyms at μαθημένος
Related terms
edit- and see: συνηθίζω (synithízo)