άβαφτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]άβαφτος • (ávaftos) m (feminine άβαφτη, neuter άβαφτο)
- Alternative form of άβαφος (ávafos)
Declension
[edit]Declension of άβαφτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άβαφτος • | άβαφτη • | άβαφτο • | άβαφτοι • | άβαφτες • | άβαφτα • |
genitive | άβαφτου • | άβαφτης • | άβαφτου • | άβαφτων • | άβαφτων • | άβαφτων • |
accusative | άβαφτο • | άβαφτη • | άβαφτο • | άβαφτους • | άβαφτες • | άβαφτα • |
vocative | άβαφτε • | άβαφτη • | άβαφτο • | άβαφτοι • | άβαφτες • | άβαφτα • |