απότοκος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]απότοκος • (apótokos) m (feminine απότοκη, neuter απότοκο)
- (figuratively) resulting from, born of
- (nominalised, computing) child object
Declension
[edit]Declension of απότοκος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απότοκος • | απότοκη • | απότοκο • | απότοκοι • | απότοκες • | απότοκα • |
genitive | απότοκου • | απότοκης • | απότοκου • | απότοκων • | απότοκων • | απότοκων • |
accusative | απότοκο • | απότοκη • | απότοκο • | απότοκους • | απότοκες • | απότοκα • |
vocative | απότοκε • | απότοκη • | απότοκο • | απότοκοι • | απότοκες • | απότοκα • |
Further reading
[edit]- απότοκος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language