Jump to content

απότομος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἀπότομος (apótomos), with semantic loan from French brusque.[1]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

απότομος (apótomosm (feminine απότομη, neuter απότομο)

  1. (of cliffs, mountains) steep, sheer, abrupt
  2. (generally) abrupt, sudden
  3. (of speech) short, brusque, curt

Declension

[edit]
Declension of απότομος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απότομος (apótomos) απότομη (apótomi) απότομο (apótomo) απότομοι (apótomoi) απότομες (apótomes) απότομα (apótoma)
genitive απότομου (apótomou) απότομης (apótomis) απότομου (apótomou) απότομων (apótomon) απότομων (apótomon) απότομων (apótomon)
accusative απότομο (apótomo) απότομη (apótomi) απότομο (apótomo) απότομους (apótomous) απότομες (apótomes) απότομα (apótoma)
vocative απότομε (apótome) απότομη (apótomi) απότομο (apótomo) απότομοι (apótomoi) απότομες (apótomes) απότομα (apótoma)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απότομος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απότομος, etc.)

See also

[edit]

References

[edit]
  1. ^ απότομος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language