επικείμενος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐπικείμενος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Present participle of the deponent (passive) verb in 3rd person επίκειται (epíkeitai), as is the Ancient Greek ἐπικείμενος (epikeímenos) of Ancient Greek ἐπίκειμαι (epíkeimai, “to be placed on top of”).[1]
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]επικείμενος • (epikeímenos) m (feminine επικείμενη, neuter επικείμενο)
Declension
[edit]Declension of επικείμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επικείμενος • | επικείμενη • | επικείμενο • | επικείμενοι • | επικείμενες • | επικείμενα • |
genitive | επικείμενου • | επικείμενης • | επικείμενου • | επικείμενων • | επικείμενων • | επικείμενων • |
accusative | επικείμενο • | επικείμενη • | επικείμενο • | επικείμενους • | επικείμενες • | επικείμενα • |
vocative | επικείμενε • | επικείμενη • | επικείμενο • | επικείμενοι • | επικείμενες • | επικείμενα • |
Synonyms
[edit]- αναμενόμενος (anamenómenos, “expected”)
References
[edit]- ^ επικείμενος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language