επισκέπτομαι
Appearance
See also: ἐπισκέπτομαι
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἐπισκέπτομαι (“examine”). Morphologically, from επι- (“over”) + σκέπτομαι (“think”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]επισκέπτομαι • (episképtomai) deponent (past επισκέφτηκα/επισκέφθηκα) (επισκέφθηκα is formal)
- to visit (to go and meet or see)
Conjugation
[edit]επισκέπτομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | επισκέπτομαι | επισκεφτώ, επισκεφθώ1 |
2 sg | επισκέπτεσαι | επισκεφτείς, επισκεφθείς |
3 sg | επισκέπτεται | επισκεφτεί, επισκεφθεί |
1 pl | επισκεπτόμαστε | επισκεφτούμε, επισκεφθούμε |
2 pl | επισκέπτεστε, επισκεπτόσαστε | επισκεφτείτε, επισκεφθείτε |
3 pl | επισκέπτονται | επισκεφτούν(ε), επισκεφθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | επισκεπτόμουν(α) | επισκέφτηκα, επισκέφθηκα1 |
2 sg | επισκεπτόσουν(α) | επισκέφτηκες, επισκέφθηκες |
3 sg | επισκεπτόταν(ε) | επισκέφτηκε, επισκέφθηκε |
1 pl | επισκεπτόμασταν, (‑όμαστε) | επισκεφτήκαμε, επισκεφθήκαμε |
2 pl | επισκεπτόσασταν, (‑όσαστε) | επισκεφτήκατε, επισκεφθήκατε |
3 pl | επισκέπτονταν, (επισκεπτόντουσαν) | επισκέφτηκαν, επισκεφτήκαν(ε), επισκέφθηκαν, επισκεφθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα επισκέπτομαι ➤ | θα επισκεφτώ / επισκεφθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επισκέπτεσαι, … | θα επισκεφτείς / επισκεφθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επισκεφτεί / επισκεφθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επισκεφτεί / επισκεφθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επισκεφτεί / επισκεφθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | επισκέψου |
2 pl | επισκέπτεστε | επισκεφτείτε, επισκεφθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | — | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | επισκεφτεί, επισκεφθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Form with -φθ- are formal and less common. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
[edit]- επίσκεψη f (epískepsi, “visit”)
- επισκεπτήριο n (episkeptírio)
- επισκέπτης m (episképtis, “visitor”), επισκέπτρια f (episképtria)
- επισκέπτρια f (episképtria, “district nurse”)
- and see: σκέπτομαι (sképtomai, “think”)