κινώ
Appearance
See also: κινῶ
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- κινάω (kináo) (colloquial, demotic)
Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek κῑνῶ (kīnô), contracted form of κῑνέω (kīnéō)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]κινώ • (kinó) (past κίνησα, passive κινούμαι, p‑past κινήθηκα)
Conjugation
[edit]κινώ, κινούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | κινώ (κινάω →) | κινήσω | κινούμαι | κινηθώ |
2 sg | κινείς | κινήσεις | κινείσαι | κινηθείς |
3 sg | κινεί | κινήσει | κινείται | κινηθεί |
1 pl | κινούμε | κινήσουμε, [-ομε] | κινούμαστε | κινηθούμε |
2 pl | κινείτε | κινήσετε | κινείστε | κινηθείτε |
3 pl | κινούν(ε) | κινήσουν(ε) | κινούνται | κινηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | κινούσα | κίνησα | [κινούμουν(α)] | κινήθηκα |
2 sg | κινούσες | κίνησες | [κινούσουν(α)] | κινήθηκες |
3 sg | κινούσε | κίνησε | κινούνταν, {κινείτο} | κινήθηκε |
1 pl | κινούσαμε | κινήσαμε | κινούμασταν, (‑ούμαστε) | κινηθήκαμε |
2 pl | κινούσατε | κινήσατε | [κινούσασταν, (‑ούσαστε)] | κινηθήκατε |
3 pl | κινούσαν(ε) | κίνησαν, κινήσαν(ε) | κινούνταν, {κινούντο} | κινήθηκαν, κινηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα κινώ ➤ | θα κινήσω ➤ | θα κινούμαι ➤ | θα κινηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα κινείς, … | θα κινήσεις, … | θα κινείσαι, … | θα κινηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … κινήσει | έχω, έχεις, … κινηθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … κινήσει | είχα, είχες, … κινηθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … κινήσει | θα έχω, θα έχεις, … κινηθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | κίνησε | — | κινήσου |
2 pl | κινείτε | κινήστε | κινείστε | κινηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | κινώντας ➤ | κινούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας κινήσει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | κινήσει | κινηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- and see: κίνηση f (kínisi, “movement”)
- αεικίνητο n (aeikínito, “which is in perpetual motion”)
- αεροκινητήρας m (aerokinitíras, “aero engine”)
- αεροκίνητος (aerokínitos, “airborne”)
- ακινησία f (akinisía, “motionlessness”)
- ακινητοποιώ (akinitopoió, “immobilise”)
- ακινητώ (akinitó, “be still”)
- ανακινώ (anakinó, “to shake, to stir up”)
- απαρακίνητος (aparakínitos, “not urged on”, adjective)
- αργοκινώ (argokinó, “move slowly”)
- αυτοκίνητο n (aftokínito, “automobile, car”)
- διακινώ (diakinó, “distribute”)
- δυσκινησία f (dyskinisía, “difficulty of motion”)
- ευκινησία f (efkinisía, “ease of motion, mobility”)
- κίνημα n (kínima, “coup, movement”)
- κινηματίας m (kinimatías)
- κινηματογράφος f (kinimatográfos, “cinema”)
- κινησιο- (kinisio-)
- κινητήρας m (kinitíras, “motor”)
- κινητήριος (kinitírios, “moving, causing movement”)
- κινητικός (kinitikós, “moveable, mobile”)
- κινητικότητα f (kinitikótita, “movability”)
- κινητό n (kinitó, “mobile phone”)
- κινητοποίηση f (kinitopoíisi, “mobilisation”)
- κινητοποιώ (kinitopoió, “to mobilise”)
- -κίνητος (-kínitos)
- κινητός (kinitós, “mobile”)
- κίνητρο n (kínitro, “motivation”)
- μετακίνηση f (metakínisi, “repositioning, move”)
- μετακινώ (metakinó, “reposition, move”)
- ξεκινάω (xekináo, “start”), ξεκινώ (xekinó)
- παρακινώ (parakinó, “urge”)
- συγκινώ (sygkinó, “move emotionally”)
- τηλεκινησία f (tilekinisía, “telekinesis”)
- υποκινώ (ypokinó, “to incite”)