μπανανόφλουδα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From μπανάνα (banána, “banana”) + φλούδα (floúda, “peel”).
Noun
[edit]μπανανόφλουδα • (bananóflouda) f
Declension
[edit]Declension of μπανανόφλουδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπανανόφλουδα • | μπανανόφλουδες • |
genitive | μπανανόφλουδας • | μπανανόφλουδων • |
accusative | μπανανόφλουδα • | μπανανόφλουδες • |
vocative | μπανανόφλουδα • | μπανανόφλουδες • |
Related terms
[edit]- see: μπανάνα f (banána, “banana”)