ξινός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek ξινός (xinós), from Hellenistic Koine Greek ὄξινος (óxinos), from ὄξος (óxos).

Adjective

[edit]

ξινός (xinósm (feminine ξινή, neuter ξινό)

  1. sour, tart
  2. acid, bitter

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξινός (xinós) ξινή (xiní) ξινό (xinó) ξινοί (xinoí) ξινές (xinés) ξινά (xiná)
genitive ξινού (xinoú) ξινής (xinís) ξινού (xinoú) ξινών (xinón) ξινών (xinón) ξινών (xinón)
accusative ξινό (xinó) ξινή (xiní) ξινό (xinó) ξινούς (xinoús) ξινές (xinés) ξινά (xiná)
vocative ξινέ (xiné) ξινή (xiní) ξινό (xinó) ξινοί (xinoí) ξινές (xinés) ξινά (xiná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξινός, etc.)

See also

[edit]