From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek ταλαντεύομαι ( talanteúomai ) .[ 1]
IPA (key ) : /ta.lanˈde.vo.me/
Hyphenation: τα‧λα‧ντεύ‧ο‧μαι
ταλαντεύομαι • (talantévomai ) deponent (past ταλαντεύτηκα /ταλαντεύθηκα )
to oscillate ( to swing back and forth, especially if with a regular rhythm )
to sway , to vacillate ( to move or swing from side to side, or backward and forward, or unsteadily; to rock )
to vacillate , to waver ( to swing indecisively from one course of action or opinion to another )
Near-synonym: διστάζω ( distázo )
ταλαντεύομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
1 sg
ταλαντεύομαι
ταλαντευτώ , ταλαντευθώ
2 sg
ταλαντεύεσαι
ταλαντευτείς , ταλαντευθείς
3 sg
ταλαντεύεται
ταλαντευτεί , ταλαντευθεί
1 pl
ταλαντευόμαστε
ταλαντευτούμε , ταλαντευθούμε
2 pl
ταλαντεύεστε , ταλαντευόσαστε
ταλαντευτείτε , ταλαντευθείτε
3 pl
ταλαντεύονται
ταλαντευτούν (ε ), ταλαντευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
1 sg
ταλαντευόμουν (α )
ταλαντεύτηκα , ταλαντεύθηκα
2 sg
ταλαντευόσουν (α )
ταλαντεύτηκες , ταλαντεύθηκες
3 sg
ταλαντευόταν (ε )
ταλαντεύτηκε , ταλαντεύθηκε
1 pl
ταλαντευόμασταν , (‑όμαστε )
ταλαντευτήκαμε , ταλαντευθήκαμε
2 pl
ταλαντευόσασταν , (‑όσαστε )
ταλαντευτήκατε , ταλαντευθήκατε
3 pl
ταλαντεύονταν , (ταλαντευόντουσαν )
ταλαντεύτηκαν , ταλαντευτήκαν (ε ), ταλαντεύθηκαν , ταλαντευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
1 sg
θα ταλαντεύομαι ➤
θα ταλαντευτώ / ταλαντευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ταλαντεύεσαι , …
θα ταλαντευτείς / ταλαντευθείς , …
Perfect aspect ➤
Present perfect ➤
έχω, έχεις, … ταλαντευτεί / ταλαντευθεί
Past perfect ➤
είχα, είχες, … ταλαντευτεί / ταλαντευθεί
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ταλαντευτεί / ταλαντευθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ταλαντεύσου
2 pl
ταλαντεύεστε
ταλαντευτείτε , ταλαντευθείτε
Other forms
Passive voice
Present participle ➤
—
Perfect participle ➤
—
Nonfinite form ➤
ταλαντευτεί , ταλαντευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.