τιμολόγιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]τιμή (timí, “price”) + -ο- (-o-) + λόγος (lógos, “computation, reckoning”), calque of German Preiskurant. First attested 1856.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]τιμολόγιο • (timológio) n (plural τιμολόγια)
- (commerce) invoice, bill
- Synonym: λογαριασμός (logariasmós)
Declension
[edit]Declension of τιμολόγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τιμολόγιο • | τιμολόγια • |
genitive | τιμολογίου •, τιμολόγιου • | τιμολογίων • |
accusative | τιμολόγιο • | τιμολόγια • |
vocative | τιμολόγιο • | τιμολόγια • |
Related terms
[edit]- τιμή f (timí, “price”)