δοσοληψία
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien δοσοληψία, dosolêpsía, composé de δόσις, dósis (« don, action de donner ») et de λῆψις, lêpsis (« prise, action de prendre »), comparer avec give and take (« compromis, concession »), en anglais.
Nom commun
[modifier le wikicode]δοσοληψία, dosolipsía \ðo.so.liˈpsi.a\ féminin
- (Commerce) Transaction.
- Έχει πολλές δοσοληψίες με εμπορικούς οίκους του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (δοσοληψία)