αντιμάμαλο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιμάμαλο • (antimámalo) n (plural αντιμάμαλα)
- (colloquial, sea) undertow, returning wave
- (figurative) backlash, adverse reaction
Declension
[edit]Declension of αντιμάμαλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιμάμαλο • | αντιμάμαλα • |
genitive | αντιμάμαλου • | αντιμάμαλων • |
accusative | αντιμάμαλο • | αντιμάμαλα • |
vocative | αντιμάμαλο • | αντιμάμαλα • |