απαγορευμένος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀπηγορευμένος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of απαγορεύομαι (apagorévomai), passive voice of απαγορεύω (“forbid”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]απαγορευμένος • (apagorevménos) m (feminine απαγορευμένη, neuter απαγορευμένο)
- prohibited, forbidden
- «Ο Απαγορευμένος Πλανήτης» ήταν περιοδικό επιστημονικής φαντασίας.
- «O Apagorevménos Planítis» ítan periodikó epistimonikís fantasías.
- The Forbidden Planet was a science-fiction magazine.
- Η απαγορευμένη αγάπη που ήταν η αιτία για να αλλάξει νόμος στην Αμερική· η ιστορία των Loving μέχρι σήμερα συγκινεί.
- I apagorevméni agápi pou ítan i aitía gia na alláxei nómos stin Amerikí; i istoría ton Loving méchri símera sygkineí.
- The forbidden love which led to the law being changed in America: the story of Loving still moves us to this day.
- banned (book, etc)
- taboo (word, practice)
Declension
[edit]Declension of απαγορευμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαγορευμένος • | απαγορευμένη • | απαγορευμένο • | απαγορευμένοι • | απαγορευμένες • | απαγορευμένα • |
genitive | απαγορευμένου • | απαγορευμένης • | απαγορευμένου • | απαγορευμένων • | απαγορευμένων • | απαγορευμένων • |
accusative | απαγορευμένο • | απαγορευμένη • | απαγορευμένο • | απαγορευμένους • | απαγορευμένες • | απαγορευμένα • |
vocative | απαγορευμένε • | απαγορευμένη • | απαγορευμένο • | απαγορευμένοι • | απαγορευμένες • | απαγορευμένα • |
Derived terms
[edit]- απαγορευμένος καρπός m (apagorevménos karpós, “forbidden fruit”)
Related terms
[edit]- and see: απαγορεύω (apagorévo, “I forbid”), αγορεύω (agorévo)
- απαγόρευση f (apagórefsi, “ban, prohibition”)
- απαγορεύσιμος (apagoréfsimos, “able to be forbidden”)
- απαγορευτικός (apagoreftikós, “forbidding”)
See also
[edit]- Older form: απηγορευμένος (apigorevménos) (dated, with internal augment) ἀπηγορευμένος (apēgoreuménos)