βάση δεδομένων
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]βάση δεδομένων • (vási dedoménon) f (plural βάσεις δεδομένων)
Declension
[edit]Further reading
[edit]- βάση δεδομένων on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
βάση δεδομένων • (vási dedoménon) f (plural βάσεις δεδομένων)