επανεγκατάσταση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Morphologically from επαν- (“re-”) + εγ- (“within”) + κατα- (“against-”) + στάση (“position”).
Noun
[edit]επανεγκατάσταση • (epanegkatástasi) f (plural επανεγκατάστασεις)
- resettlement, rehoming
- η επανεγκατάσταση των προσφύγων ― i epanegkatástasi ton prosfýgon ― the resettlement of refugees
- reinstallation
- Η επανεγκατάσταση των Windows γίνεται μέσα σε λίγα λεπτά.
- I epanegkatástasi ton Windows gínetai mésa se líga leptá.
- Reinstallation of Windows is done in minutes.
Declension
[edit]Declension of επανεγκατάσταση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | επανεγκατάσταση • | επανεγκαταστάσεις • | |
genitive | επανεγκατάστασης • | επανεγκαταστάσεων • | |
accusative | επανεγκατάσταση • | επανεγκαταστάσεις • | |
vocative | επανεγκατάσταση • | επανεγκαταστάσεις • | |
Older or formal genitive singular: επανεγκαταστάσεως • |
Related terms
[edit]- εγκατάσταση f (egkatástasi, “installation”)